αλιβας

αλιβας
    ἀλίβας
    -αντος (ᾱλῐ) ὅ
    1) мертвец Plat., Plut.
    2) река мертвых, т.е. Стикс Soph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλιβας" в других словарях:

  • αλίβας — Όνομα που έδιναν οι αρχαίοι σε ποταμό που βρισκόταν, σύμφωνα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους, στον Άδη. Από τον ποταμό αυτό ονομάστηκε και η φυλή Αλιβαντίς. Α. λεγόταν και o ιδρυτής της πόλης Μεταπόντιο. Η πόλη αναφέρεται και με τα ονόματα… …   Dictionary of Greek

  • ἀλίβας — ἀ̱λίβᾱς , ἀλίβας dead body masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Leib, der — Der Leib, des es, plur. die er, Diminut. das Leibchen, Oberd. Leiblein. 1 * Eigentlich, eine zusammen hangende, den innern Theilen nach mit einander verbundene Masse von unbestimmter Größe und Gestalt; in welcher ersten, im Hochdeutschen aber… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • λυκάβας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Κενταύρους. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι όταν ο Πείριθος παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια, οι Κένταυροι προσπάθησαν να απαγάγουν αυτή και άλλες γυναίκες. Ο Λ. πρόλαβε και έφυγε από τη διαμάχη που… …   Dictionary of Greek

  • ἀλιβάντεσιν — ἀ̱λιβάντεσιν , ἀλίβας dead body masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίβαντα — ἀ̱λίβαντα , ἀλίβας dead body masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίβαντας — ἀ̱λίβαντας , ἀλίβας dead body masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίβαντες — ἀ̱λίβαντες , ἀλίβας dead body masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίβαντος — ἀ̱λίβαντος , ἀλίβας dead body masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»